- χρυσοπράσινος
- η , ο [ος , ον ] золотисто-зелёный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσοπράσινος — η, ο / χρυσοπράσινος, ον, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει χρώμα πράσινο με χρυσές ανταύγειες μσν. αυτός που έχει χρώμα πράσινο με χρυσά στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πράσινος] … Dictionary of Greek
χρυσοπράσινος — η, ο αυτός που έχει χρώμα πράσινο που χρυσίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος … Dictionary of Greek
χρυσόχλωρος — η, ο, Ν χρυσοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χλωρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek